φυτοφαγία

φυτοφαγία
η, Ν
1. διατροφή αποκλειστικά με φυτικά τρόφιμα
2. διατροφή με φυτικά τρόφιμα, γάλα, αβγά και μέλι, αλλά με απαγόρευση τής βρώσης κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytophagy < φυτόν + -φαγία (< -φάγος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυτοφαγία — η το να τρέφεται κανείς αποκλειστικά με φυτά, με φυτικές ουσίες, η χορτοφαγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυτοφαγικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτοφαγία ή στον φυτοφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytophagic < phytophagy (βλ. λ. φυτοφαγία). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1886 στον Γ. Δροσίνη] …   Dictionary of Greek

  • -φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / …   Dictionary of Greek

  • ζωοφαγία — (AM ζῳοφαγία, Μ και ζωοφαγεία) [ζωοφάγος] το να τρώει κάποιος ζωική τροφή ή ζώα, σαρκοφαγία, κρεοφαγία, αντίθ. τών φυτοφαγία, χορτοφαγία, καρποφαγία …   Dictionary of Greek

  • λαχανοφαγία — η (Α λαχανοφαγία, ιων. τ. λαχανοφαγίη) η διατροφή με λαχανικά, χορτοφαγία, φυτοφαγία …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • φυτοφαγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτοφαγία (βλ. λ.), που είναι της φυτοφαγίας: Φυτοφαγική δίαιτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”